Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δευτεροβόλος
δευτερογενής
δευτερόγονος
δευτεροδέομαι
δευτεροκοιτέω
δευτερόλεπτον
δευτερολογέω
δευτερολογία
δευτερολόγος
δευτερονόμιον
δευτεροπάθεια
δευτερόποτμος
δευτερόπρωτον
δεύτερος
δευτεροστάτης
δευτεροστολιστής
δευτεροστρατηλαιανοί
δευτεροταγής
δευτεροτόκος
δευτερουργής
δευτερουργός
View word page
δευτεροπάθεια
δευτερο-πάθεια
[πᾰ]
,
ἡ
,
A).
secondary affection,
Gal.
8.31
:—
πᾰθέω
,
have a secondary affection,
ibid.
ShortDef
secondary affection
Debugging
Headword:
δευτεροπάθεια
Headword (normalized):
δευτεροπάθεια
Headword (normalized/stripped):
δευτεροπαθεια
IDX:
24257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24258
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δευτερο-πάθεια</span> <span class="pron greek">[πᾰ]</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">secondary affection,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.31 </span>:—<span class="orth greek">πᾰθέω</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">have a secondary affection,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}