Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δευτερεῖος
δευτερέσχατος
δευτερεύω
δευτερέω
δευτεριάζω
δευτερίας
δευτερίναρ
δευτέριος
δευτεροβόλος
δευτερογενής
δευτερόγονος
δευτεροδέομαι
δευτεροκοιτέω
δευτερόλεπτον
δευτερολογέω
δευτερολογία
δευτερολόγος
δευτερονόμιον
δευτεροπάθεια
δευτερόποτμος
δευτερόπρωτον
View word page
δευτερόγονος
δευτερό-γονος, ον,
A). second-born, Aq. Ge. 30.42 .


ShortDef

second-born

Debugging

Headword:
δευτερόγονος
Headword (normalized):
δευτερόγονος
Headword (normalized/stripped):
δευτερογονος
IDX:
24249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δευτερό-γονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">second-born,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ge.</span> 30.42 </span>.</div> </div><br><br>'}