Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δευτεραῖος
δευτερεῖος
δευτερέσχατος
δευτερεύω
δευτερέω
δευτεριάζω
δευτερίας
δευτερίναρ
δευτέριος
δευτεροβόλος
δευτερογενής
δευτερόγονος
δευτεροδέομαι
δευτεροκοιτέω
δευτερόλεπτον
δευτερολογέω
δευτερολογία
δευτερολόγος
δευτερονόμιον
δευτεροπάθεια
δευτερόποτμος
View word page
δευτερογενής
δευτερο-γενής, ές,
A). produced later, τρίχες Antig. Mir. 109 .


ShortDef

produced later

Debugging

Headword:
δευτερογενής
Headword (normalized):
δευτερογενής
Headword (normalized/stripped):
δευτερογενης
IDX:
24248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24249
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δευτερο-γενής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">produced later,</span> <span class="quote greek">τρίχες</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0568.tlg001:109" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0568.tlg001:109/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antig.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mir.</span> 109 </a> .</div> </div><br><br>'}