Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδεκτικός
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποσία
αἱματοποτέω
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσπόδητος
View word page
αἱματοειδής
αἱμᾰτο-ειδής, ές,
A). like blood, blood-red, D.S. 17.10 .


ShortDef

like blood, blood-red

Debugging

Headword:
αἱματοειδής
Headword (normalized):
αἱματοειδής
Headword (normalized/stripped):
αιματοειδης
IDX:
2423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2424
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἱμᾰτο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like blood, blood-red</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:17:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:17.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 17.10 </a>.</div> </div><br><br>'}