Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δετρός
δεύασθαι
δευκής
δεῦκος
δεύκω
δεῦμα
δεῦμαι
Δεύνυσος
δεύομαι
δεῦρο
δευρόλας
Δεύς
δεύσιμος
δευσοποιέω
δευσοποιία
δευσοποιός
δευσορούσιος
δευτάτιος
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστέω
View word page
δευρόλας
δευρόλας· ὁ ἐξ ἐφήβων Ἀθηναίων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δευρόλας
Headword (normalized):
δευρόλας
Headword (normalized/stripped):
δευρολας
IDX:
24226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δευρόλας·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐξ ἐφήβων Ἀθηναίων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}