Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δετός
δέτρον
δετρός
δεύασθαι
δευκής
δεῦκος
δεύκω
δεῦμα
δεῦμαι
Δεύνυσος
δεύομαι
δεῦρο
δευρόλας
Δεύς
δεύσιμος
δευσοποιέω
δευσοποιία
δευσοποιός
δευσορούσιος
δευτάτιος
δεύτατος
View word page
δεύομαι
δεύομαι
, Ep. for
δέομαι;
cf.
δεύω
(B).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεύομαι
Headword (normalized):
δεύομαι
Headword (normalized/stripped):
δευομαι
IDX:
24224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24225
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεύομαι</span>, Ep. for <span class="foreign greek">δέομαι;</span> cf. <span class="foreign greek">δεύω</span> (B).</div><br><br>'}