Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἱμάτη
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδεκτικός
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποσία
αἱματοποτέω
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
View word page
αἱματοδεκτικός
αἱμᾰτο-δεκτικός, , όν, = sq., ἀγγεῖον Sch. Ar. Th. 754 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἱματοδεκτικός
Headword (normalized):
αἱματοδεκτικός
Headword (normalized/stripped):
αιματοδεκτικος
IDX:
2421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἱμᾰτο-δεκτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <span class="foreign greek">ἀγγεῖον</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg008.perseus-grc1:754" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg008.perseus-grc1:754/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 754 </a>.</div><br><br>'}