Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεσποτίδιον
δεσποτικός
δέσποτις
δεσποτίσκος
δεσπότρια
δέστρον
δετέον
δέτις
δετός
δέτρον
δετρός
δεύασθαι
δευκής
δεῦκος
δεύκω
δεῦμα
δεῦμαι
Δεύνυσος
δεύομαι
δεῦρο
δευρόλας
View word page
δετρός
δετρός· μάγειρος, Hsch. (leg. δαιτρός).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δετρός
Headword (normalized):
δετρός
Headword (normalized/stripped):
δετρος
IDX:
24216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δετρός·</span> <span class="foreign greek">μάγειρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">δαιτρός</span>).</div><br><br>'}