Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσπότειος
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτίδιον
δεσποτικός
δέσποτις
δεσποτίσκος
δεσπότρια
δέστρον
δετέον
δέτις
δετός
δέτρον
δετρός
View word page
δεσποτίδιον
δεσποτ-ίδιον, τό, Dim. of δεσπότης, Aristaenet. 1.24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεσποτίδιον
Headword (normalized):
δεσποτίδιον
Headword (normalized/stripped):
δεσποτιδιον
IDX:
24206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεσποτ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">δεσπότης,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4000.tlg001:1:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4000.tlg001:1.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristaenet.</span> 1.24 </a>.</div><br><br>'}