Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσπότειος
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτίδιον
δεσποτικός
δέσποτις
δεσποτίσκος
δεσπότρια
δέστρον
View word page
δεσπότειος
δεσπότ-ειος, α, ον,
A). = δεσπόσυνος , Lyc. 1183 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεσπότειος
Headword (normalized):
δεσπότειος
Headword (normalized/stripped):
δεσποτειος
IDX:
24201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24202
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεσπότ-ειος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δεσπόσυνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1183 </span>.</div> </div><br><br>'}