Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεσμός
δεσμότριχον
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσποτεία
δεσπότειος
δεσπότειρα
δεσποτεύω
View word page
δεσποινικός
δεσποινικός, , όν,
A). belonging to the Imperial household, PMasp. 88.10 (vi A. D.).


ShortDef

belonging to the Imperial household

Debugging

Headword:
δεσποινικός
Headword (normalized):
δεσποινικός
Headword (normalized/stripped):
δεσποινικος
IDX:
24193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24194
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεσποινικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to the Imperial household,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 88.10 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}