Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέσμημα
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιον
δέσμιος
δεσμίς
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμότριχον
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
View word page
δεσμοφυλάκειον
δεσμο-φῠλάκειον [ᾰ], τό,
A). prison, ib. 2.100 (iii A.D.).


ShortDef

prison

Debugging

Headword:
δεσμοφυλάκειον
Headword (normalized):
δεσμοφυλάκειον
Headword (normalized/stripped):
δεσμοφυλακειον
IDX:
24186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24187
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεσμο-φῠλάκειον</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prison,</span> ib.<span class="bibl"> 2.100 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}