Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεσμευτήριον
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη1
δεσμή2
δέσμημα
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιον
δέσμιος
δεσμίς
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμότριχον
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δεσμωμα
δεσμωτήριον
View word page
δέσμιον
δέσμ-ιον, τό,
A). = δεσμός , AP 9.479 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέσμιον
Headword (normalized):
δέσμιον
Headword (normalized/stripped):
δεσμιον
IDX:
24179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέσμ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δεσμός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.479 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}