Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέρον
δέρος
δέρρη
δερριδόγομφος
δέρριον
δέρρις
δερρίσκος
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δεσαύχενες
δέσις
δέσκαλος
δέσμα
δεσμάτιον
δεσμευτήριον
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη1
View word page
δεσαύχενες
δεσαύχενες· οἱ ἀσκοί, Hsch., EM 258.28 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεσαύχενες
Headword (normalized):
δεσαύχενες
Headword (normalized/stripped):
δεσαυχενες
IDX:
24164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεσαύχενες·</span> <span class="foreign greek">οἱ ἀσκοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 258.28 </span>.</div><br><br>'}