Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέρμη
δερμηστής
δέρμητες
δερμόπτερος
δερμότυλον
δερμύλλω
δέρξις
δεροεργής
δέρον
δέρος
δέρρη
δερριδόγομφος
δέρριον
δέρρις
δερρίσκος
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δεσαύχενες
δέσις
δέσκαλος
View word page
δέρρη
δέρρη,
A). v. δειρή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέρρη
Headword (normalized):
δέρρη
Headword (normalized/stripped):
δερρη
IDX:
24156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24157
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέρρη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δειρή.</span> </div> </div><br><br>'}