Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δέρμη
δερμηστής
δέρμητες
δερμόπτερος
δερμότυλον
δερμύλλω
δέρξις
δεροεργής
δέρον
δέρος
δέρρη
δερριδόγομφος
δέρριον
View word page
δέρμητες
δέρμητες·
οἱ ἐξ ἐφήβων
(
ἐφ’ ἡμῶν
cod.)
περισσοί,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δέρμητες
Headword (normalized):
δέρμητες
Headword (normalized/stripped):
δερμητες
IDX:
24148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24149
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέρμητες·</span> <span class="foreign greek">οἱ ἐξ ἐφήβων </span>(<span class="foreign greek">ἐφ’ ἡμῶν</span> cod.) <span class="foreign greek">περισσοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}