Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δερμάτιον
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δέρμη
δερμηστής
δέρμητες
δερμόπτερος
δερμότυλον
δερμύλλω
δέρξις
δεροεργής
δέρον
δέρος
δέρρη
View word page
δέρμη
δέρμη· ὁδός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέρμη
Headword (normalized):
δέρμη
Headword (normalized/stripped):
δερμη
IDX:
24146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24147
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέρμη·</span> <span class="foreign greek">ὁδός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}