Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δερματικός
δερμάτινος
δερμάτιον
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δέρμη
δερμηστής
δέρμητες
δερμόπτερος
δερμότυλον
δερμύλλω
δέρξις
δεροεργής
δέρον
View word page
δερματόω
δερμᾰτόω, in Pass.,
A). to be turned into hide, Hsch. s.v. ἰσχαλωμέναι.


ShortDef

to be turned into hide

Debugging

Headword:
δερματόω
Headword (normalized):
δερματόω
Headword (normalized/stripped):
δερματοω
IDX:
24144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δερμᾰτόω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be turned into hide,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἰσχαλωμέναι.</span> </div> </div><br><br>'}