Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δερματίκιον
δερματικός
δερμάτινος
δερμάτιον
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δέρμη
δερμηστής
δέρμητες
δερμόπτερος
δερμότυλον
δερμύλλω
δέρξις
δεροεργής
View word page
δερματοχίτων
δερμᾰτο-χίτων
[ῐ]
,
ωνος
,
ὁ
,
A).
wearing a leathern jerkin,
Sch.
Lyc.
634
.
ShortDef
wearing a leathern jerkin
Debugging
Headword:
δερματοχίτων
Headword (normalized):
δερματοχίτων
Headword (normalized/stripped):
δερματοχιτων
IDX:
24143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24144
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δερμᾰτο-χίτων</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="itype greek">ωνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wearing a leathern jerkin,</span> Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 634 </span>.</div> </div><br><br>'}