Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δερίαι
δέρις
δεριστήρ
δερκευνής
δερκιάομαι
δέρκομαι
δερκύλλειν
δερμύλλειν
δέρμα
δερματηρά
δερματίκιον
δερματικός
δερμάτινος
δερμάτιον
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
View word page
δερματίκιον
δερμᾰτ-ίκιον, τό, prob. written for δελμ-, PTeb. 413 (ii/iii A. D.), etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δερματίκιον
Headword (normalized):
δερματίκιον
Headword (normalized/stripped):
δερματικιον
IDX:
24133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δερμᾰτ-ίκιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, prob. written for <span class="foreign greek">δελμ-,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 413 </span> (ii/iii A. D.), etc.</div><br><br>'}