Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεργμός
δέρεθρον
δέρvα
δερίαι
δέρις
δεριστήρ
δερκευνής
δερκιάομαι
δέρκομαι
δερκύλλειν
δερμύλλειν
δέρμα
δερματηρά
δερματίκιον
δερματικός
δερμάτινος
δερμάτιον
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
View word page
δερμύλλειν
δερμύλλειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δερμύλλειν
Headword (normalized):
δερμύλλειν
Headword (normalized/stripped):
δερμυλλειν
IDX:
24130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δερμύλλειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}