Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δέργμα
δεργμός
δέρεθρον
δέρvα
δερίαι
δέρις
δεριστήρ
δερκευνής
δερκιάομαι
δέρκομαι
δερκύλλειν
δερμύλλειν
δέρμα
δερματηρά
δερματίκιον
δερματικός
δερμάτινος
δερμάτιον
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
View word page
δερκύλλειν
δερκύλλειν·
αἱμοποπεῖν, ἄλλοι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δερκύλλειν
Headword (normalized):
δερκύλλειν
Headword (normalized/stripped):
δερκυλλειν
IDX:
24129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24130
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δερκύλλειν·</span> <span class="foreign greek">αἱμοποπεῖν, ἄλλοι</span> </div><br><br>'}