Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
Δεραμῖτις
δέρας
δερβιστήρ
δέργμα
δεργμός
δέρεθρον
δέρvα
δερίαι
δέρις
δεριστήρ
δερκευνής
δερκιάομαι
δέρκομαι
δερκύλλειν
δερμύλλειν
δέρμα
δερματηρά
View word page
δέρvα
δέρvα, δέρη,
A). v. δειρή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέρvα
Headword (normalized):
δέρvα
Headword (normalized/stripped):
δερvα
IDX:
24122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέρvα</span>, <span class="orth greek">δέρη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δειρή.</span> </div> </div><br><br>'}