Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δέρα
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
Δεραμῖτις
δέρας
δερβιστήρ
δέργμα
δεργμός
δέρεθρον
δέρvα
δερίαι
δέρις
δεριστήρ
δερκευνής
δερκιάομαι
δέρκομαι
δερκύλλειν
δερμύλλειν
δέρμα
View word page
δέρεθρον
δέρεθρον·
λίμνη ἀποχώρησιν ἔχουσα,
Hsch.
; cf.
βάραθρον, ζέρεθρον.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δέρεθρον
Headword (normalized):
δέρεθρον
Headword (normalized/stripped):
δερεθρον
IDX:
24121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24122
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέρεθρον·</span> <span class="foreign greek">λίμνη ἀποχώρησιν ἔχουσα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">βάραθρον, ζέρεθρον.</span> </div><br><br>'}