Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δέπαστρον
δέρα
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
Δεραμῖτις
δέρας
δερβιστήρ
δέργμα
δεργμός
δέρεθρον
δέρvα
δερίαι
δέρις
δεριστήρ
δερκευνής
δερκιάομαι
δέρκομαι
δερκύλλειν
δερμύλλειν
View word page
δεργμός
δεργ-μός
,
ὁ
, = foreg.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεργμός
Headword (normalized):
δεργμός
Headword (normalized/stripped):
δεργμος
IDX:
24120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24121
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεργ-μός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}