Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεόμενος
δέον
δεόντως
Δεονῦς
δεός
δέος
δεπάζω
δέπας
δεπαστραῖος
δέπαστρον
δέρα
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
Δεραμῖτις
δέρας
δερβιστήρ
δέργμα
δεργμός
δέρεθρον
View word page
δέρα
δέρα,
A). v. δειρή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέρα
Headword (normalized):
δέρα
Headword (normalized/stripped):
δερα
IDX:
24111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέρα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δειρή.</span> </div> </div><br><br>'}