Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενναστός
δέννος
δέννω
δεντή
δεξαμενή
δεξιά
δεξιάζω
δεξίδωρος
δεξίμηλος
δέξιμος
δεξιοβόλος
δεξιόγυιος
δεξιολάβος
δεξιόομαι
δεξιόπηρος
δεξιός
δεξιόσειρος
δεξιοστάτης
δεξιότης
δεξιότοιχος
δεξιοφανής
View word page
δεξιοβόλος
δεξιο-βόλος,
A). v. δεξιολάβος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεξιοβόλος
Headword (normalized):
δεξιοβόλος
Headword (normalized/stripped):
δεξιοβολος
IDX:
24078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24079
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεξιο-βόλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δεξιολάβος.</span> </div> </div><br><br>'}