Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενδρῶτις
δενέμωρ
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δέννω
δεντή
δεξαμενή
δεξιά
δεξιάζω
δεξίδωρος
δεξίμηλος
δέξιμος
δεξιοβόλος
δεξιόγυιος
δεξιολάβος
δεξιόομαι
δεξιόπηρος
δεξιός
δεξιόσειρος
δεξιοστάτης
View word page
δεξίδωρος
δεξῐ/-δωρος, ον , (δέχομαἰ
A). = δωροδόκος , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεξίδωρος
Headword (normalized):
δεξίδωρος
Headword (normalized/stripped):
δεξιδωρος
IDX:
24075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεξῐ/-δωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (δέχομαἰ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δωροδόκος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}