Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενδρώδης
δένδρωμα
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δενέμωρ
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δέννω
δεντή
δεξαμενή
δεξιά
δεξιάζω
δεξίδωρος
δεξίμηλος
δέξιμος
δεξιοβόλος
δεξιόγυιος
δεξιολάβος
δεξιόομαι
View word page
δεντή
δεντή· δέλεαρ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεντή
Headword (normalized):
δεντή
Headword (normalized/stripped):
δεντη
IDX:
24071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεντή·</span> <span class="foreign greek">δέλεαρ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}