Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρύω
δενδρώδης
δένδρωμα
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δενέμωρ
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δέννω
δεντή
δεξαμενή
View word page
δένδρωμα
δένδρ-ωμα, ατος, τό, = sq., Aq. 1 . Ki. 22.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δένδρωμα
Headword (normalized):
δένδρωμα
Headword (normalized/stripped):
δενδρωμα
IDX:
24062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δένδρ-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> 1 </span>. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ki.</span> 22.6 </span>.</div><br><br>'}