Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δένδρος
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
View word page
δένδρος
δένδρος, εος, τό,
A). v. δένδρεον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δένδρος
Headword (normalized):
δένδρος
Headword (normalized/stripped):
δενδρος
IDX:
24045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24046
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δένδρος</span>, <span class="itype greek">εος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δένδρεον.</span> </div> </div><br><br>'}