Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δένδρος
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
View word page
δένδρον
δένδρον,
A). v. δένδρεον.


ShortDef

a tree

Debugging

Headword:
δένδρον
Headword (normalized):
δένδρον
Headword (normalized/stripped):
δενδρον
IDX:
24043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δένδρον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δένδρεον.</span> </div> </div><br><br>'}