Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δενδρίζω
δενδρικός
δένδρινος
δενδρίον
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδρογάληνος
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
View word page
δενδροκόμης
δενδρο-κόμης
,
ου
,
ὁ
,
A).
=
δενδρόκομος
1
,
AP
5.18
(
Rufin.
).
ShortDef
tree-covered
Debugging
Headword:
δενδροκόμης
Headword (normalized):
δενδροκόμης
Headword (normalized/stripped):
δενδροκομης
IDX:
24034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24035
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δενδρο-κόμης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δενδρόκομος</span> <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.18 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rufin.</span></span>).</div> </div><br><br>'}