Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δένδρινος
δενδρίον
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδρογάληνος
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
View word page
δενδροκολάπτης
δενδρο-κολάπτης, ου, ,
A). woodpecker, Gloss.


ShortDef

woodpecker

Debugging

Headword:
δενδροκολάπτης
Headword (normalized):
δενδροκολάπτης
Headword (normalized/stripped):
δενδροκολαπτης
IDX:
24033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24034
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δενδρο-κολάπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">woodpecker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}