Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δένδρινος
δενδρίον
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδρογάληνος
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
View word page
δενδροειδής
δενδρο-ειδής, ές,
A). tree-like, Dsc. 4.164.9 , Gloss.


ShortDef

tree-like

Debugging

Headword:
δενδροειδής
Headword (normalized):
δενδροειδής
Headword (normalized/stripped):
δενδροειδης
IDX:
24032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δενδρο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tree-like,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.164.9 </span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}