δενδρίτης
δενδρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,
A). of a tree, καρπός Vent. 13 ; ὑάκινθος, a gem, ; name of Dionysus, 1.75 ; 2.675f Δενδρῖται, a fabulous people, VH 1.22 :—fem. δενδρῖτις γῆ soil suited for planting, ; opp. 1.37 ψιλή, Inscr.Prien. 12.23 (iii B. C.); ἄμπελος δ., = ἀναδενδράς , ; 5.3.5 νύμφη δ. wood-nymph, AP 9.665 ( ): epith. of Helen at Rhodes, . 3.19.10
II). δενδρίτης· κροκόδειλος, f.l. in