Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δένδρειος
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δένδρινος
δενδρίον
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδρογάληνος
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
View word page
δένδρινος
δένδρ-ινος, η, ον, = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δένδρινος
Headword (normalized):
δένδρινος
Headword (normalized/stripped):
δενδρινος
IDX:
24026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24027
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δένδρ-ινος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}