Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δέμω
δεμών
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δένδρειος
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δένδρινος
δενδρίον
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδρογάληνος
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
View word page
δενδριακός
δενδρ-ιακός
,
ή
,
όν
,
A).
=
δενδρικός
,
AP
6.22
(
Zon.
).
ShortDef
of a tree
Debugging
Headword:
δενδριακός
Headword (normalized):
δενδριακός
Headword (normalized/stripped):
δενδριακος
IDX:
24023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24024
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δενδρ-ιακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δενδρικός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.22 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}