Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέλτος
δέλτος
δελτωτός
δελφάκειος
δελφακίνη
δελφάκιον
δελφακίς
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δελφίδιος
δελφίν
δελφινάριον
δελφινιάς
δελφινίζω
δελφίνιον
Δελφίνιος
δελφινίς
δελφινίσκος
δελφινοειδής
δελφινόσημος
δελφινοφόρος
View word page
δελφίν
δελφίν, ῖνος, , later form of δελφίς (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δελφίν
Headword (normalized):
δελφίν
Headword (normalized/stripped):
δελφιν
IDX:
23989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δελφίν</span>, <span class="itype greek">ῖνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, later form of <span class="foreign greek">δελφίς</span> (q. v.).</div><br><br>'}