Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δελεάρπαξ
δελέασμα
δελεασμάτιον
δελεασμός
δελεάστρα
δελέαστρον
δέλετρον
δελήτιον
δελία
δελκανός
δέλλει
δελλίθιον
δέλλις
δέλλις
Δελματία
δέλος
δέλτα
δελτάριον
δελτίον
δελτογράφημα
δελτογράφος
View word page
δέλλει
δέλλει· καλεῖ, Hsch. (leg. βάλλει).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέλλει
Headword (normalized):
δέλλει
Headword (normalized/stripped):
δελλει
IDX:
23965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23966
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέλλει·</span> <span class="foreign greek">καλεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">βάλλει</span>).</div><br><br>'}