Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεκέτηρος
δεκέτης
δεκήρης
δέκομαι
δέκοτος
δεκτέος
δεκτή
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δέκτο
δεκτός
δέκτρια
δέκτωρ
δεκυρεύω
δεκώβολον
δέκων
δεκώρυγος
δελαστρεύς
δελεάζω
δελέαμα
View word page
δέκτο
δέκ-το,
A). v. δέχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέκτο
Headword (normalized):
δέκτο
Headword (normalized/stripped):
δεκτο
IDX:
23943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23944
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέκ-το</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέχομαι.</span> </div> </div><br><br>'}