Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἴλινος
αἶλος
αἰλούριος
αἰλουρίς
αἰλουροβοσκός
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
αἰλουροτάφος
αἰλουρόφθαλμος
αἷμα
αἱμαγμός
αἱμαγωγός
αἱμακουρίαι
αἱμακτικός
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἱμαλώδης
αἱμαλωπιάω
αἱμάλωψ
αἵμαξις
αἱμάροια
View word page
αἱμαγμός
αἱμαγμός
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
bloodshed
, in pl., Vett. Val.
3.4
, al.
ShortDef
bloodshed
Debugging
Headword:
αἱμαγμός
Headword (normalized):
αἱμαγμός
Headword (normalized/stripped):
αιμαγμος
IDX:
2393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2394
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἱμαγμός</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bloodshed</span>, in pl., Vett. Val.<span class="bibl"> 3.4 </span>, al.</div> </div><br><br>'}