Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεκάω
Δεκέλεια
δεκαείαζε
δεκέμβολος
δεκετηρικός
δεκετηρίς
δεκέτηρος
δεκέτης
δεκήρης
δέκομαι
δέκοτος
δεκτέος
δεκτή
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δέκτο
δεκτός
δέκτρια
δέκτωρ
δεκυρεύω
View word page
δέκοτος
δέκοτος,
A). v. δέκατος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέκοτος
Headword (normalized):
δέκοτος
Headword (normalized/stripped):
δεκοτος
IDX:
23937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέκοτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέκατος.</span> </div> </div><br><br>'}