Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεκάχορδος
δεκάω
Δεκέλεια
δεκαείαζε
δεκέμβολος
δεκετηρικός
δεκετηρίς
δεκέτηρος
δεκέτης
δεκήρης
δέκομαι
δέκοτος
δεκτέος
δεκτή
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δέκτο
δεκτός
δέκτρια
δέκτωρ
View word page
δέκομαι
δέκομαι,
A). v. δέχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέκομαι
Headword (normalized):
δέκομαι
Headword (normalized/stripped):
δεκομαι
IDX:
23936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δέκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέχομαι.</span> </div> </div><br><br>'}