Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δέκατος
δεκατόσπορος
δεκατόω
δεκατρεῖς
δεκατώνης
δεκατώνιον
δεκάφυιος
δεκάφυλος
δεκάχαλκον
δεκάχειλε
δεκαχείλοι
δεκαχῆ
δεκάχιλοι
δεκάχοια
δεκάχορδος
δεκάω
Δεκέλεια
δεκαείαζε
δεκέμβολος
δεκετηρικός
δεκετηρίς
View word page
δεκαχείλοι
δεκα-χείλοι· δεκα<κι>σχίλιοι, Id.; cf. δεκάχιλοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεκαχείλοι
Headword (normalized):
δεκαχείλοι
Headword (normalized/stripped):
δεκαχειλοι
IDX:
23922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23923
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεκα-χείλοι·</span> <span class="foreign greek">δεκα&lt;κι&gt;σχίλιοι,</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">δεκάχιλοι.</span> </div><br><br>'}