Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεκατάρχης
δεκαταρχία
δεκάταρχος
δεκατεία
δεκατέσσαρες
δεκάτευμα
δεκάτευσις
δεκατευτήριον
δεκατευτής
δεκατεύω
δεκάτη
δεκατηλογία
δεκατηλόγιον
δεκατηλόγος
δεκατημοιρία
δεκατημόριον
δεκατηφόρος
δεκατισμός
δεκατισταί
δεκατοκύριοι
δέκατος
View word page
δεκάτη
δεκάτη, ,
A). v. δέκατος.


ShortDef

a tenth part; tithe

Debugging

Headword:
δεκάτη
Headword (normalized):
δεκάτη
Headword (normalized/stripped):
δεκατη
IDX:
23902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεκάτη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέκατος.</span> </div> </div><br><br>'}