Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεκάστιχος
δεκάστυλος
δεκάσχημος
δεκαταῖος
δεκαταλαντία
δεκατάλαντος
δεκατάρχης
δεκαταρχία
δεκάταρχος
δεκατεία
δεκατέσσαρες
δεκάτευμα
δεκάτευσις
δεκατευτήριον
δεκατευτής
δεκατεύω
δεκάτη
δεκατηλογία
δεκατηλόγιον
δεκατηλόγος
δεκατημοιρία
View word page
δεκατέσσαρες
δεκᾰτέσσᾰρες, α,
A). v. δέκα.


ShortDef

fourteen

Debugging

Headword:
δεκατέσσαρες
Headword (normalized):
δεκατέσσαρες
Headword (normalized/stripped):
δεκατεσσαρες
IDX:
23896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεκᾰτέσσᾰρες</span>, <span class="itype greek">α,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δέκα.</span> </div> </div><br><br>'}