Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δεκαστάδιον
δεκαστάτηρος
δεκάστεγος
δεκάστιχος
δεκάστυλος
δεκάσχημος
δεκαταῖος
δεκαταλαντία
δεκατάλαντος
δεκατάρχης
δεκαταρχία
δεκάταρχος
δεκατεία
δεκατέσσαρες
δεκάτευμα
δεκάτευσις
δεκατευτήριον
δεκατευτής
δεκατεύω
δεκάτη
δεκατηλογία
View word page
δεκαταρχία
δεκᾰταρχ-ία
,
ἡ
(for
δεκαδαρχία
),
A).
group of ten,
e.g. cultivators, Wilcken
Chr.
304
(iii B.C.).
ShortDef
group of ten
Debugging
Headword:
δεκαταρχία
Headword (normalized):
δεκαταρχία
Headword (normalized/stripped):
δεκαταρχια
IDX:
23893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23894
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεκᾰταρχ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> (for <span class="foreign greek">δεκαδαρχία</span>), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">group of ten,</span> e.g. cultivators, Wilcken <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 304 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}