Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεκαπρωτεία
δεκαπρωτεύω
δεκάπρωτοι
δεκάπτυχος
δεκάρουρος
δεκάρταβος
δεκάρχης
δεκαρχία
δεκάς
δεκάσημος
δεκάσκαλμος
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκασταδιαῖος
δεκαστάδιον
δεκαστάτηρος
δεκάστεγος
δεκάστιχος
δεκάστυλος
δεκάσχημος
δεκαταῖος
View word page
δεκάσκαλμος
δεκά-σκαλμος
A). ναῦς with ten banks of oars, Suid.


ShortDef

with ten banks of oars

Debugging

Headword:
δεκάσκαλμος
Headword (normalized):
δεκάσκαλμος
Headword (normalized/stripped):
δεκασκαλμος
IDX:
23879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23880
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεκά-σκαλμος</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ναῦς</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with ten banks of oars,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}