Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δεκαπλασιάζω
δεκαπλάσιος
δεκαπλασίων
δεκάπλεθρος
δεκάπλευρος
δεκάπληγος
δεκάπλοκος
δεκαπλόος
δεκάπολις
δεκάπους
δεκαπρωτεία
δεκαπρωτεύω
δεκάπρωτοι
δεκάπτυχος
δεκάρουρος
δεκάρταβος
δεκάρχης
δεκαρχία
δεκάς
δεκάσημος
δεκάσκαλμος
View word page
δεκαπρωτεία
δεκᾰ-πρωτεία, ,
A). office of δεκάπρωτοι, IGRom. 3.802 (Syllaeum), POxy. 1204.4 (iii A.D.), etc.


ShortDef

office of δεκάπρωτοι

Debugging

Headword:
δεκαπρωτεία
Headword (normalized):
δεκαπρωτεία
Headword (normalized/stripped):
δεκαπρωτεια
IDX:
23869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δεκᾰ-πρωτεία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of</span> <span class="foreign greek">δεκάπρωτοι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 3.802 </span> (Syllaeum), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1204.4 </span> (iii A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}